- ελαφρυντικός
- η , ό[ν]1) прям. , перен. облегчающий; 2) смягчающий;
ελαφρυντικόςαί περιστάσεις — или τα ελαφρυντικόςά — смягчающие обстоятельства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαφρυντικόςαί περιστάσεις — или τα ελαφρυντικόςά — смягчающие обстоятельства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαφρυντικός — ή, ό 1. αυτός που επιφέρει ελάφρυνση, ανακούφιση 2. το ουδ. ως ουσ. λόγος, αιτία που επιβάλλει ή επιτρέπει επιείκεια κατά την κρίση («το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου», «το ελαφρυντικό τής εφηβικής ηλικίας», «καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά») … Dictionary of Greek
ελαφρυντικός — ή, ό 1. ανακουφιστικός, καταπραϋντικός: Ελαφρυντικά φάρμακα. 2. (νομ.), που συνεπάγεται μετριασμό στον καταλογισμό σφάλματος ή αδικήματος: Ελαφρυντικά δεδομένα. 3. το ουδ., ελαφρυντικό και συνήθ. στον πληθ., ελαφρυντικά λόγοι που επιβάλλουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)